σφαληχτός

σφαληχτός
η , ό см. σφαλιστός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σφαληχτός" в других словарях:

  • σφαληχτός — ή, ό, Ν βλ. σφαλιστός …   Dictionary of Greek

  • σφαλιστός — και σφαληχτός και σφαλιχτός, ή, ό, Ν 1. κλεισμένος, κλειστός 2. περιορισμένος. επίρρ... σφαλιστά και σφαληχτά και σφαλιχτά Ν κλειστά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σφαλιστός < σφαλίζω, ενώ τα επίθ. σφαληχτός/ σφαλιχτός < σφαλώ / σφαλίζω, κατά το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»